Το Τείχος δεν άλλαζε ποτέ.
Είτε με ήλιο είτε με βροχή, είτε με καταιγίδα. Ακόμη κι όταν κεραυνοί σφάδαζαν πάνω του με κραυγές και μπάσους βρυχηθμούς, αυτό έμενε εκεί ακλόνητο, με μικροσκοπικές φιγούρες να πηγαινοέρχονται κάτω από τις ασημένιες γραμμές του νερού που έτρεχε γύρω από τους λευκούς προβολείς του. Ούτε οι εν σειρά σπαρμένοι πύργοι ελέγχου, που συχνά δοκίμαζαν τα περιστρεφόμενα πυροβόλα τους αφήνοντας ισχνές μεταλλικές συχνότητες παράλληλες με το μέτρημα των σταγόνων της υγρασίας, κατάφερναν να το ταράξουν. Κι όταν είχε συννεφιά, δηλαδή σχεδόν πάντα, κι η θερμοκρασία έδειχνε να πέφτει κι άλλο εκεί κοντά στο τέλος του απογεύματος, τα πουλιά πετούσαν χαμηλότερα, πιο κοντά στη γη, μετρώντας την ισορροπία τους στα ρεύματα του ανέμου, και πήγαιναν και κάθονταν στις κορυφές των οχυρωματικών έργων και των συστημάτων φρούρησης που υπήρχαν σε όλο το εσωτερικό του πλάτος, από τον τσιμεντένιο τοίχο της Ανατολικής πλευράς μέχρι το ψηλό Τείχος της Δυτικής.
|