Κι έτσι όπως καθόταν δίπλα στη Στέλλα τώρα, 18 του Αυγούστου του 2002, νύχτα βαθιά, με τη θάλασσα σκοτάδι και με τα πόδια τους απλωμένα στη λευκή κουπαστή του πλοίου για τη Σύρο, κοιτώντας ό,τι προλάβαιναν να φωτίσουν οι κρεμαστές λάμπες του καταστρώματος, όλα τ' άσκημα έσβησαν μονομιάς. Γιατί η Στέλλα πάντα είχε την ικανότητα να τα μαζεύει και να τα σπρώχνει παραπέρα. Μακριά. Να τα εξαφανίζει. Γιατί η Στέλλα, έμπαινε στην ψυχή του και την αγκάλιαζε, και σηκωνόταν πάνω από οτιδήποτε άλλο.
Και δεν τον ενδιέφερε καθόλου η αντίδραση της Ειρήνης όταν θ' αντίκριζε τη Στέλλα στο νησί. Μάλλον θα έπεφτε στην αγκαλιά της· αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν γινόταν, το Νίκο δεν τον ενδιέφερε διόλου. Κι αυτό ήταν που τον άφηνε κατάπληκτο πάνω απ' όλα. Πως δεν τον ενδιέφερε διόλου. Ούτε η Ειρήνη ούτε η Άννα ούτε κανείς άλλος, ούτε και τίποτε άλλο.
Και το σημαντικότερο· διόλου τρομαγμένος δεν ήταν γι' αυτό.
|